- νοματίζω
- δίνω όνομα σε κάποιον ή αναφέρω ή καλώ κάποιον με το ονομά του, ονοματίζω, ονομάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω, με σίγηση τού αρκτικού άτονου -ο-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοματίζω — νομάτισα 1. δίνω σε κάποιον όνομα: Ο νονός νομάτισε το παιδί Γιώργο. 2. αναφέρω κάποιον με το όνομά του: Μη νοματίζεις, μην αναφέρεις όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονοματίζω — και νοματίζω (Α ὀνοματίζω [όνομα] νεοελλ.1. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω 2. αναφέρω το όνομα κάποιου ή καλώ κάποιον με το όνομά του, κατονομάζω 3. καταγγέλλω ονομαστικά αρχ. 1. φιλονικώ για τα ονόματα 2. κάνω άσκοπη χρήση ονόματος … Dictionary of Greek
νομάτισμα — το, ατος 1. η πράξη του νοματίζω. 2. (λαογρ.), είδος εξορκισμού όπου αναφέρεται το όνομα του αρρώστου με το όνομα του Χριστού, της Παναγίας ή άγιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονοματίζω — και νοματίζω ισα 1. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω: Το νοματίσαν το παιδί και το πανε Δημήτρη. 2. αναφέρω, ονομάζω, διηγούμαι με λεπτομέρειες: Πού να τα νοματίσω όλα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)